- ακουβάριαστος
- -η, -οαυτός που δεν κουβαριάστηκε ή δεν μπορεί να κουβαριαστεί, να τυλιχτεί σε κουβάρι«ακουβάριαστο μαλλί».[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κουβαριαστός < κουβαριάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακουβάριαστος, -η — ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι κουβαριασμένος, μαζεμένος: Το νήμα στέκεται ακόμη ακουβάριαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατύλιχτος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι περιτυλιγμένος με χαρτί ή ύφασμα 2. αυτός που δεν έχει διπλωθεί ή συσκευαστεί σε δέμα, αδίπλωτος 3. (για νήμα) ακουβάριαστος 4. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει με δόλο παρασυρθεί σε γάμο ή μπλεχτεί σε υπόθεση ή… … Dictionary of Greek